- μεγαλογραφία
- μεγαλογραφία, ἡ (Α) [μεγαλογράφος]το να ζωγραφίζει κάποιος έχοντας μεγάλη κλίμακα θεμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
MEGALOGRAPHIA — apud Vitruvium l. 6. c. 4. et 5. Nonnullis locis signorum megalographia, habens Deorum simulacra, seu fabularum dispositas explicationes, non minus Troianas pugnas, seu Ulyssis errationes per topia, coeteraque quae sunt eorum similibus rationibus … Hofmann J. Lexicon universale
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… … Dictionary of Greek